- διάστιχο
- το (Μ διάστιχον)1. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στίχους εντύπου ή χειρογράφου2. (τυπογρ.) λεπτή μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία ανάμεσα σε δύο στίχους για να μεγαλώσει το μεταξύ τους διάστημαμσν.(για ναό) το διάστημα ανάμεσα σε δύο κολώνες («τὰ στήθη ἀργυρᾱ ὁμοίως καὶ τὰ βηλόθυρα καὶ τὰ διάστιχα»).
Dictionary of Greek. 2013.