διάστιχο

διάστιχο
το (Μ διάστιχον)
1. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στίχους εντύπου ή χειρογράφου
2. (τυπογρ.) λεπτή μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία ανάμεσα σε δύο στίχους για να μεγαλώσει το μεταξύ τους διάστημα
μσν.
(για ναό) το διάστημα ανάμεσα σε δύο κολώνες («τὰ στήθη ἀργυρᾱ ὁμοίως καὶ τὰ βηλόθυρα καὶ τὰ διάστιχα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάστιχο — το 1. απόσταση ανάμεσα σε δύο στίχους, σε δύο γραμμές. 2. μικρή τυπογραφική μακρόστενη πλάκα που την τοποθετούσαν ανάμεσα στις τυπογραφικές σειρές, με σκοπό την αραίωσή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αραίωμα — το (AM ἀραίωμα) 1. η αραίωση 2. κενό διάστημα σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ. νεοελλ. διάστιχο, διάστημα που ρυθμίζει τα κενά μεταξύ των στίχων και των λέξεων αρχ. χαλαρή σύσταση σώματος, πλαδαρότητα …   Dictionary of Greek

  • Σέφερ, Πέτρος — (Schoffer). Γερμανός τυπογράφος (1425 1502). Βοηθός του Γουτεμβέργιου και του Φουστ, του οποίου επιπλέον ήταν γαμπρός. Όταν πέθανε ο πεθερός του, ο Σ. ανάλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης του. Τελειοποίησε την τυπογραφία χρησιμοποιώντας για πρώτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”